- ψηφοθετώ
- ψηφοθετώ και ψηφοθετάω κατασκευάζω ψηφοθετήματα, είμαι ψηφοθέτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψηφοθετώ — ψηφοθετῶ, έω, ΝΜΑ [ψηφοθέτης] κατασκευάζω ψηφιδωτό … Dictionary of Greek
ψηφοθέτημα — το, ΝΜΑ [ψηφοθετώ] ψηφιδωτό … Dictionary of Greek
ψηφοθέτηση — η, Ν [ψηφοθετώ] ψηφιδογραφία … Dictionary of Greek
ψηφολογώ — έω, Α ψηφοθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + λογῶ*] … Dictionary of Greek
ψηφοθέτηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψηφοθετώ, η κατασκευή ψηφοθετημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)